ειναετις

ειναετις
    εἰναέτις
    εἰνα-έτις
    -ιδος adj. f девятилетняя
    

(κούρη Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ειναετις" в других словарях:

  • ειναετής — εἰναετής, ές και εἰναέτης, ες θηλ. και εἰναέτις ( ιδος), η (Α) εννέα ετών, ενναετής …   Dictionary of Greek

  • ενναέτης — (I) ἐνναέτης, ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών 2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες επί εννέα χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα (βλ. εννέα) + ετης < έτος]. (II) ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»